- κυκλωνικός
- η , όν циклонный, циклонический, относящийся к циклону
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κυκλωνικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κυκλώνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυκλών. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek